- ἰνδαλματίζομαι
- ἰνδαλ-ματίζομαι,= ἰνδάλλομαι, dub. in Lib.Descr.30.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ινδαλματίζομαι — ἰνδαλματίζομαι (Α) [ίνδαλμα] ίνδάλλομαι … Dictionary of Greek
ἰνδαλμάτισται — ἰ̱νδαλμάτισται , ἰνδαλματίζομαι perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)